- Εὐκτήμονα
- Εὐκτήμωνmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐυκτήμονα — ἐϋκτήμονα , ἐυκτήμων wealthy neut nom/voc/acc pl ἐϋκτήμονα , ἐυκτήμων wealthy masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτήμονα — ἐυκτήμων wealthy neut nom/voc/acc pl ἐυκτήμων wealthy masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek